Του Αντρέα Παναγιώτου
Περιεχόμενα
Εισαγωγή
1. Ιστορικό πλαίσιο: η θέση της κυπριακής
Αριστεράς στο τοπικό πολιτικό υποσύστημα
2. Η αλλαγή
οικονομικού μοντέλου: η ανακάλυψη και αδειοδότηση του φυσικού αερίου ως προϊόν
γεωπολιτικής στρατηγικής
3. Το κυπριακό:
ένα ημιτελές αλλα ιστορικό ρήγμα στο ηγεμονικό πλαίσιο του διαχωρισμού
4. Η οικονομική
κρίση και η έκρηξη της ταξικής αντιπαράθεσης: 2011-13
5. Ο
εκδημοκρατισμός και οι νέες δυναμικές του πολιτικού υποσυστήματος και της
Δημόσιας Σφαίρας
Επίλογος: Η
Αριστερά και η εμπειρία της Κύπρου
Εισαγωγή: αναλυτικά
ερωτήματα
Η ανάλυση, η
οποία ακολουθεί, εστιάζει σε ένα θεωρητικό ζητούμενο με πρακτικές πολιτικές
προεκτάσεις: όταν αναλαμβάνει την εκτελεστική εξουσία η Αριστερά πώς μπορεί να
διαχειριστεί μια συστημική κρίση του καπιταλισμού, σε ένα πλαίσιο με αποικιακά
κατάλοιπα; Το ερώτημα[1] έχει
δυο πρακτικές διαστάσεις:
1. Σε σχέση με
την Κύπρο και την Αριστερά, ως τοπικό ιστορικό πολιτικό χώρο, τα ζητούμενα
αφορούν και στον τρόπο που η Αριστερά χειρίστηκε τη συγκυρία, αλλά και το τί
αποκάλυψε για την κοινωνία, αυτή η πρωτόγνωρη εμπειρία.
2. Στο ευρύτερο
Ευρωπαϊκό, αλλά και Μεσογειακό χώρο,[2] η
εμπειρία της κυπριακής Αριστεράς είναι αξιοσημείωτη, σε μια περίοδο με
σημαντικές μετατοπίσεις τόσο στο χώρο της θεσμικής, όσο και της εξωθεσμικής
Αριστεράς. Σε αυτό το πλαίσιο, τίθεται και το ευρύτερο θεωρητικό - ιστορικό
ερώτημα, αν η εξουσία όντως αφομοιώνει την Αριστερά, αλλά και πώς μπορεί ένα
οργανωμένο ιστορικά κίνημα/χώρος να διατηρήσει την δυαδική κατάσταση του
«οράματος» και της «καθημερινής πρακτικής», που μπορεί να μεταφραστεί σαν
δυαδικό σχήμα «οργάνωσης» - «κινήματος»
.
Η ανάλυση που
ακολουθεί θα είναι μια προσπάθεια να διερευνηθούν οι πιο πάνω δυο διαστάσεις σε
4 τομείς: ανεύρεση φυσικού αερίου, κυπριακό, αντιμετώπιση της οικονομικής
κρίσης, διαδικασία εξελικτικού εκδημοκρατισμού. Σε κάθε ενότητα η ιστορική
συγκριτική ανάλυση για την πολιτική πρακτική (και τις σχετικές αντιπαραθέσεις)
στο συγκεκριμένο πλαίσιο, θα συνοδεύεται από μια ανάλυση των εσωτερικών
δυναμικών της αριστερής υποκουλτούρας/subculture.
Πριν
προχωρήσουμε, ωστόσο, θα πρέπει να διευκρινίσουμε τις αναλυτικές έννοιες. Ο
όρος «Αριστερά» ανάγεται στη Γαλλική επανάσταση και εκφράζει με αυτή την
παραπομπή την πρώτη οργανωμένη, στη μοντέρνα εποχή, διεκδίκηση της ισότητας σε
πολιτικά, βασικά, πλαίσια. Τις επόμενες δεκαετίες, η έννοια της Αριστεράς
ταυτίστηκε, εν μέρει, με δημοκρατικά και εθνικό-απελευθερωτικά κινήματα -
ενάντια στις τότε ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες-. Στα μέσα του 19ου
αιώνα, εμφανίστηκε μια νέα μορφή της Αριστεράς με την μετατόπιση της έννοιας
της ισότητας από την πολιτική στην οικονομική σφαίρα, και την ταυτόχρονη
εμφάνιση ενός ανάλογου ιστορικού υποκειμένου – της εργατικής τάξης στο
καπιταλιστικό σύστημα. Αυτή η έννοια της Αριστεράς κυριάρχησε, καθώς σταδιακά
οι δημοκρατικές αρχές γίνονταν, έστω και διστακτικά, αποδεκτές. . Η Σοβιετική
επανάσταση του 1917 επέκτεινε τις θεματικές της Γαλλικής επανάστασης, γοήτευσε
το παγκόσμιο και υπήρξε καταλύτης για τις αλλαγές τόσο στη Δύση, όσο και στον
μη-δυτικό κόσμο μετά το 1945. Ταυτόχρονα, η Σοβιετική επανάσταση δίχασε την
τότε Αριστερά – τα τότε εργατικά κινήματα. Σε εκείνο το πλαίσιο, όπως
παρατήρησε και ο Χόμπσμπαουμ,[3] στην
ιστορική του αφήγηση για τον 20ου αιώνα, η έννοια της Αριστεράς
απέκτησε πολλές φορές πολλαπλά νοήματα ταυτόχρονα – διατήρησε λ.χ. την
σοσιαλιστική έμφαση, σε διαφορετικές αποχρώσεις, αλλά σε πολλές μη-δυτικές
χώρες η Αριστερά έπρεπε να αναλάβει και το έργο του εκδημοκρατισμού, της
εγκαθίδρυσης κοσμικής κοινωνίας, πολιτισμικής συνύπαρξης, ολοκλήρωσης του
εκμοντερνισμού, αλλά και της θεσμοθέτησης της ανεξαρτησίας της χώρας ή της
περιοχής. Το προοίμιο τέτοιων κινημάτων ήταν και η εμπειρία των
Κινημάτων/Συμμαχιών/Μετώπων αντίστασης στο πλαίσιο του Β Παγκοσμίου Πολέμου.
Και η κυπριακή Αριστερά βρέθηκε, ουσιαστικά, στο μεταίχμιο αυτών των δυο μορφών
της Αριστεράς – υιοθέτησε το αντιφασιστικό μοντέλο του Λαϊκού Μετώπου το 1941
και με αυτό το μοντέλο έπρεπε μετά το 1945 να αντιμετωπίσει το αποικιακό
πλαίσιο. Τις δεκαετίες του 1960-70 εμφανίστηκαν, στην Δύση αρχικά, μια σειρά
από «νέα κοινωνικά κινήματα» εμπνευσμένα από τις ιστορική κουλτούρα της
Αριστεράς, τα οποία πρόσθεσαν νέες διαστάσεις στις πρακτικές και την έμφαση της,
αλλά σε αρκετές περιπτώσεις οδήγησαν και σε νέες διασπάσεις.
Σε αυτό το
πλαίσιο, το ερώτημα που τίθεται είναι ποιά έννοια της Αριστεράς θα πρέπει να
είναι το κριτήριο ανάλυσης και αξιολόγησης. Το κείμενο, που ακολουθεί θα
αντιμετωπίσει την κυπριακή Αριστερά ως ιστορικό κοινωνιολογικό φαινόμενο – ως
ένα χώρο/μια μερίδα της κοινωνίας, η οποία διαμορφώθηκε ιστορικά και η οποία
εκφράζει ένα συνεκτικό πολιτικό – πολιτισμικό λόγο βασισμένο στις ιστορικά
διαμορφωμένες αξίες της Αριστεράς. Με αυτήν την έννοια, η εμπειρία της
κυπριακής Αριστεράς ως ιστορικός χώρος, ο οποίος λειτούργησε μεν νόμιμα για
δεκαετίες, αλλά σε ένα καθεστώς "αποκλεισμού από την εξουσία"[4] είναι
αντίστοιχη του «χώρου», τον οποίο εξέφρασε στην Γερμανία το Σοσιαλδημοκρατικό
κόμμα μέχρι το 1918, ή το μέρος της κοινωνίας το οποίο εξέφρασε το Ιταλικό Κ.
Κ. μέχρι την δεκαετία του 1990. Ανάλογες υποκουλτούρες/χωροι υπάρχουν και σε
άλλες χώρες – η ουσιαστική διάφορα είναι ότι στην Κύπρο, όπως και στα πιο πάνω
παραδείγματα, αυτός ο κοινωνικός χώρος εκφράζεται πολιτικά από ένα κόμμα κατ’
εξοχήν – έστω και αν οι επιρροές του φτάνουν και σε άλλες ομάδες, στο χώρο του
Κέντρου ιδίως. Η Ελληνική Aριστερά
λ.χ. είχε μια στιγμή ανάλογη με το ΑΚΕΛ την περίοδο της γερμανικής κατοχής,
όταν συγκροτήθηκε το ΕΑΜ. Το ΑΚΕΛ συγκροτήθηκε, σε άλλες συνθήκες βέβαια, την
ίδια περίοδο. Όμως, το ΕΑΜ διαλύθηκε και η ελληνική Αριστερά ακολούθησε μια
άλλη πορεία και η κομμουνιστική της πτέρυγα μετά από διασπάσεις εκφράζεται με
διάφορα σχήματα μετά το 1974. Μετά από την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης, το
2009, ένα κόμμα από τις καταβολές της κομμουνιστικής αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ,
φάνηκε να αντλεί ψηφοφόρους από τον ευρύτερο χώρο της αριστεράς (του ΠΑΣΟΚ αλλα
και άλλων σχημάτων συμπεριλαμβανομένου και του ιστορικού κόμματος-φορέα της κομμουνιστικής
παράδοσης, του ΚΚΕ) και να μετατρέπεται σε βασικό διεκδικητή της εξουσίας –
όπως είναι ουσιαστικά το ΑΚΕΛ στο κυπριακό πολιτικό υποσύστημα. Ανάλογα σχήματα
μπορεί να προκύψουν και σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία ή χώρες του
τέως σοσιαλιστικού μπλοκ στην Ευρώπη. Είναι σχήματα στο οποία ο χώρος της
Αριστεράς συγκροτείται/επανασυσπειρώνεται σε ένα κόμμα/κίνημα με
κομμουνιστικές [ή ανάλογες
ριζοσπαστικές][5] καταβολές. Το βασικό
ζητούμενο ενός τέτοιου χώρου, που εκφράζεται μέσα από ένα κόμμα, είναι διπλό:
πώς καταφέρνει να συσπειρώνει δυο, αναπόφευκτα διαφορετικές, τάσεις – την
μεταρρυθμιστική και την ριζοσπαστική – και πώς μπορεί ή καταφέρνει να
δημιουργεί μέσα από ένα εσωτερικό διάλογο και εξωτερικές συμμαχίες ένα είδος
ηγεμονικού λόγου για την ευρύτερη κοινωνία. Διότι αναπόφευκτα και στο εσωτερικό
του εν λόγω κόμματος θα υπάρχουν και ταξικές και άλλες διαφοροποιήσεις (λ.χ.
μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων, διανοουμένων και τεχνοκρατών κοκ) οι οποίες θα
απεικονίζουν και εν δυνάμει ευρύτερες "εξωτερικές" -σε σχέση με τον
ιστορικό χώρο - συμμαχίες.
Το ιδεολογικό
ζήτημα είναι σημαντικό, για το συνεκτικό πολιτικό-πολιτιστικό πλαίσιο του
κοινωνικού-ιστορικού χώρου, αλλά δεν θα είναι εδώ το μόνο κριτήριο της επιλογής
συγκριτικού παραδείγματος. Η κυπριακή Αριστερά αν και έχει κοινά χαρακτηριστικά
με την ιταλική, δεν ανέπτυξε μια θεωρία ανάλογη του Γκράμσι. Αν η συγκριτική
αναφορά εστιαζόταν στα κόμματα με κομμουνιστική μόνο ιδεολογία, ή, ανάποδα, με
κόμματα ανάλογης καταγωγής, αλλά με πιο «ανοικτή» ιδεολογικά προσέγγιση, τότε
το ερώτημα θα ήταν κατά πόσο η τοπική πραγματικότητα είναι κοντά ή όχι στο άλφα
ή βήτα μοντέλο. Η βασική θέση εδώ είναι ότι η κυπριακή Αριστερά ως χώρος, ο
οποίος δημιουργήθηκε από την «συνοριακή εμπειρία»[6] στο
παγκόσμιο σύστημα, κουβαλά μια θεωρία ντε φάκτο, ως αποτέλεσμα της δομικής της
θέσης και της συνακόλουθης αντίληψης, παρά εκφράζει τη θεωρία κάποιου κειμένου.
Το ερώτημα, κατά συνέπεια, τίθεται ανάποδα. Ποιά είναι η «θεωρία», η οποία
πηγάζει από την κυπριακή εμπειρία, και τί μπορεί να διδάξει – και στους
κύπριους, αλλά και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις σε ένα ευρύτερο, παγκόσμιο,
πλαίσιο; Σε αυτό το πλαίσιο, τα συγκριτικά παραδείγματα θα αναζητηθούν, όχι
μόνο με βάση τη κοινή ιστορική κοινωνιολογική εμπειρία, αλλά και το πολιτικό
σύστημα, το οποίο είχαν να αντιμετωπίσουν. Και σε αυτό το πλαίσιο, η Χιλιανή
εμπειρία του 1973, όπου η αριστερά βρέθηκε να ελέγχει την εκτελεστική εξουσία,
αλλά όχι το κράτος και άλλους νευραλγικούς θεσμούς, είναι ίσως η πιο λογικά
συγκρίσιμη περίπτωση – παρά τις διαφορές στην χρονολογική περίοδο και την
γεωγραφική περιοχή, και την συνακόλουθη διαφορά στη μορφή της βίας που ασκήθηκε
ενάντια στην Αριστερά.
1.
Ιστορικό πλαίσιο: η θέση της
κυπριακής Αριστεράς στο τοπικό πολιτικό υποσύστημα